ὁμιλία

Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A intercourse, company, ἔσθ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν A.Th.599 ; τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ; πρός τινα S.Ph.70, Pl.Smp.203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl.776 ; ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma.283d ; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph.1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[1622] ; ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT1489 ; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl., ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ; φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024 (= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ; ἐνδίκοις ὁ. A.Eu.966 (lyr.) ; αἱ . . συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ; ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R.550b ; αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol.1336b32, etc.    2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ; νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400 ; ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA582a26 ; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol.1272a24, 1269b29.    3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.    4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.    5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ; ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2 ; ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7.    II association, company, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Hdt.3.81, cf. A.Eu.57.    2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib.406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj.872 ; ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl.581, cf. Hipp.19 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 331] ἡ, das Zusammensein, die Gemeinschaft, der Umgang; ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσθ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, Aesch. Spt. 581; τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία, Prom. 39; die Versammlung, τὸ φῦλον οὐκ ὄπωπα τῆσδ' ὁμιλίας, Eum. 57, vgl. 384. 681, wie Soph. Ai. 859 O. R. 1489; παύσω συμποτῶν ὁμιλίας, Eur. Alc. 344; ἀνδρῶν ἀρίστων ὁμιλίην ἐπιλέξαντες, ein Collegium, Her. 3, 81; Aesch. auch ἐμβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, Eum. 924, Unterredungen; πρός τινα, mit Einem, Soph. Phil. 70; εἰσιδεῖν πατρὸς δευτέραν ὁμιλίαν ἐλθόντος ἐς φῶς, El. 410; μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας, Eur. Hipp. 19; αὗται αἱ γυναῖκες λέγονται οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν, ehelichen Umgang haben, Her. 1, 182; vgl. ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας, Luc. sacrif. 6; τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας, Plat. Phaedr. 239 c, Umgang mit ibm; ἐκ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα ἄπειρα, Theaet. 156 a; ἀρετῆς ἕνεκα τὰς ὁμιλίας ποιεῖσθαι, Soph. 223 a; u. so öfter, bes. bei Folgdn der Unterricht, λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισθόν, Xen. Mem. 1, 2, 6. – Ueberredung, ἐὰν τοὺς κυρίους ἢ δώροις ἢ δι' ἄλλης ἡςτινοσοῦν ὁμιλίας ἐξαρέσηται, Dem. 60, 25, vgl. epist. 2 p. 635, 26. – Ὀνόματος, der Gebrauch, D. L. 10, 67.