πορσύνω

Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

[ῡ], fut.

   A -ῠνῶ A.Supp.522, Ep. -ῠνέω (v.infr.): aor. ἐπόρσῡνα S.OT1476, Ep.πόρσῡνα Od.7.347; imper. πόρσυνον S.Ichn.304: also πορσαίνω, Ep.Iterat. πορσαίνεσκον A.R.4.897: Ep.fut.-ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphem. expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου... πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen) κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411; later Ep.λέχος . . πορσυνέεις A.R.3.1129; λέκτρον . . πορσαίνουσα Id.4.1107,1119.    II generally, prepare, provide, τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8; δαῖτα ib. 4(3).61; βίου τροφεῖα S.OC341; τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5; παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med.1020; Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El.625; γαμβροῖς χάριν Id.Supp.132; τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47:—Med., provide for oneself, δεῖπνον A.Pers.375.    2 of evils, ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374; τόνδε . . μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch.911, cf. E.Andr.1063; μεγάλα κακά ib.352; ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455; δίκην Maiist.57; π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17:—Pass., τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag.1251; ἐπορσύνθη κακά Id.Pers.267.    3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer.156; τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7; ταῦτα A.Supp.522; τάδε S.OT1476; τἄλλα πάντα Id.Aj.1398; πρᾶγμα π. μέγα Id.El.670; προκείμενον πόνον E.Alc.1150; μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89:—Pass., τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17; ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9; θεᾶς π. μῆτις was accomplished, A.R.1.802, cf. 2.1050.    III treat with care, tend, ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν . . βρέφος Pi.O.6.33; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things, τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε . . ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib.278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).

German (Pape)

[Seite 685] (πορ), gewähren, darbieten u. dazu einrichten, besorgen u. ordnen; τῷ δ' ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν, Od. 3, 403, vgl. 7, 347, u. κείνου πορσυνέουσα λέχος, Il. 3, 411, von der Gattinn, die das Lager bereitet u. es dann dem Gatten gewährt, es ihn theilen läßt; λέκτρα σὺν ἀνδράσιν, Ap. Rh. 3, 840. 4, 1107; – übh. bereiten, anordnen, οἶκον, δαῖτα, Pind. P. 4, 151 I. 3, 79; auch ῥῆμα Ὁμήρου, in Ehren halten, P. 4, 278; τόνδε τοίνυν Μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον, Aesch. Ch. 898; med., δεῖπνον ἐπορσύνοντο, Pers. 367; u. pass., ἐπορσύνθη κακά, 259; τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί, Soph. O. C. 175, u. öfter; auch pass., ὅποιστόλος πορσύνεται, Phil. 770; παισὶ πόρσυν' οἷα χρὴ καθ' ημέραν, Eur. Med. 1020; μεγάλα κακά, Andr. 352; γαμβροῖς χάριν, Suppl. 132; Νύμφαις ἑορτήν, El. 625; auch einzeln in Prosa, πορσύνειν τὰ τοῦ θεοῦ, Her. 9, 7; πορσύνειν κακὰ τοῖς πολεμίοις, ihnen Schaden bereiten, zufügen, Xen. Cyr. 1, 6, 17; τὰ ἐπιτήδεια, Lebensmittel verschaffen, 4, 2, 47; ὡς τὸ τοῦ ποταμοῦ ἐπορσύνετο, wie der Fluß zum Uebersetzen bereitet wurde, 7, 5, 17; sonst scheint es bei keinem attischen Prosaiker vorzukommen. – Auch, wie θεραπεύω, den Verwundeten pflegen, Sp., z. B. Ap. Rh.