ολύμπιος

Revision as of 06:40, 25 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) Όλυμπος
1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου
2. (το αρσ.) προσωνυμία του ΔιόςΖεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και γαλήνη, ουράνιος, υπερκόσμιος («ολύμπιο ύφος»)
2. φρ. «ολύμπιο μέτωπο»
ανατ. μέτωπο με ανώμαλη ανάπτυξη το οποίο προεξέχει
αρχ.
(το αρσ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», Αριστοφ.).

Translations

Olympian

Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: olympien; Georgian: ოლიმპიური; German: olympisch; Greek: ολύμπιος; Ancient Greek: Ὀλύμπιος; Irish: Oilimpeach; Italian: olimpiaco, olimpico, olimpio; Latin: Olympius; Portuguese: olímpico; Romanian: olimpian; Russian: олимпийский; Spanish: olímpico; Swedish: olympisk