ὑπέρφευ

Revision as of 07:29, 6 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. = ὑπερφυῶς, excessively, overmuch, φλεόντων δωμάτων ὑ. A.Ag.377 (lyr.); οὐχ ὑ. θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν Id.Pers.820; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑ.; E.Ph.550; φέρεις ὑ. τὰς τύχας Id.HF 1321:—Hsch. explains it by ὑπεράγαν; and in Phryn.PSp.89B. (= Cratin.359) we have μηδὲν ὑπέρφευ· ἐπὶ τοῦ μηδὲν ἄγαν.

German (Pape)

[Seite 1203] adv., wie ὑπερφυῶς, ὑπεράγαν, übermäßig, allzusehr, Aesch. Pers. 806 Ag. 367; Eur. Phoen. 553 u. öfter; ὑπὲρ τὸ φεῦ B. A. 69.

French (Bailly abrégé)

adv.
litt. « plus qu'il ne faut pour s'écrier à merveille (φεῦ) », d'où au plus haut point, et en mauv. part à l'excès ; ὑπέρφευ φρονεῖν ESCHL avoir des sentiments trop fiers.
Étymologie: ὑπέρ, φεῦ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφευ: adv. чрезмерно, необыкновенно (τιμᾶν τι Eur.): ὑ. φρονεῖν Aesch. возноситься мыслью слишком высоко; φέρειν ὑ. τὰς τύχας Eur. переносить тягчайшие испытания.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφευ: ἐπίρρ., = ὑπερφυῶς, ὑπερβαλλόντως, παρὰ πολύ, φλεόντων δωμάτων ὑπ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 377· οὐχ ὑπ. θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 820· τὶ τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπ. Εὐρ. Φοίν. 550· φέρεις ὑπερφ. τὰς τύχας, ὡς τὸ δεινῶς φέρεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1321. ― Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ ὑπέρφευ διὰ τοῦ ὑπεράγαν· ἐν τοῖς Ἀν. Βεκ. 51, 26 φέρεται: «μηδὲν ὑπέρφευ: Κρατῖνος ἐπὶ τοῦ μηδὲν ἄγαν».

Greek Monolingual

Α
επίρρ. υπέρμετρα, καταπληκτικά, πάρα πολύ (α. «φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ», Αισχύλ.
β. «τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + φεῦ, επιφώνημα πόνου, αγανάκτησης, θαυμασμού].

Greek Monotonic

ὑπέρφευ: επίρρ., ὑπερφυῶς, σε Αισχύλ., Ευρ.

English (Woodhouse)

beyond measure