overmuch
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. περισσός, ὑπέρπολυς, P. ὑπέρμετρος, ὑπερμεγέθης.
adverb
P. and V. ἄγαν, λίαν, περισσῶς, V. εἰς ὑπερβολήν, ὑπέρφευ, ὑπερμέτρως (Euripides, Fragment), P. καθ' ὑπερβολήν; see excessively.