σύνοχος

Revision as of 11:58, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σύνοχον, (συνέχω)
A joined together: metaph., in accord with, παίγματα.. σύνοχα φοιτάσιν E.Ba.164 (lyr.); κακοῖς.. ξ. δάκρυα Id.Hel.172 (lyr.).
2 unintermittent, of fevers, Hp.Nat.Hom.15, Alex.Aphr.Pr.2.10, Gal.10.603, 19.218 (who censures its use); distinguished from συνεχής (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1032] wie συνεχής, zusammenhaltend, -hangend, übertr. = zusammenstimmend, παίγματα σύνοχα φοιτάσιν, Eur. Bacch. 163, von der Zeit, anhaltend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 uni à, qui s'accorde avec;
2 continu, continuel.
Étymologie: συνέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνοχος -ον [συνέχω] passend bij, met dat.:; τοῖς ἐμοῖσι σύνοχα δάκρυα tranen die passen bij mijn tranen Eur. Hel. 172; aanhoudend:. ὁ μὲν οὖν σύνοχος καλεόμενος (πυρετός) de zogeheten aanhoudende (koorts) Hp. Nat. Hom. 15.

Russian (Dvoretsky)

σύνοχος: связанный, соединенный, сопутствующий: παίγματα σύνοχα φοιτάσιν Eur. игры бегущих (вакханок).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνοχος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνοχος Α συνέχω
1. συνδεδεμένος με κάτι, συνεχόμενος
2. συνεκδ. συνεχής, αδιάκοπος
αρχ.
αυτός που αρμόζει σε κάποιον ή σε κάτι («αἰλίνοις κακοῖς τοὶς ἐμοῖσι ξύνοχα δάκρυα», Ευρ.).

Greek Monotonic

σύνοχος: -ον (συνέχω), συνδεδεμένος, συνενωμένος, συνεχόμενος· μεταφ., αυτός που συμφωνεί, που συνάδει με κάτι, που αρμόζει σε κάτι, ταιριαστός, σύμφωνος, προσήκων, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοχος: -ον, (συνέχω) ὁ συνεχόμενος, ὁ ὁμοῦ συνδεδεμένος· μεταφορ., ὁ συμφωνῶν μετά τινος, ἁρμόζων εἴς τι, λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος ἱερὸς ἱερὰ παίγματα βρέμῃ σύνοχα φοιτάσιν, σύνοχα = συνῳδά, Εὐριπ. Βάκχ. 161· κακοῖς... ξ. δάκρυα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 171. 2) ἀδιάκοπος, ἀδιάλειπτος, ὁ ἄνευ διαλείμματος, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 10· «σύνοχον πυρετὸν οὕτως ὀνομάζουσι τὸν ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως ἄχρι τῆς κρίσεως ὁμότονον, χωρὶς αἰσθητῆς παρακμῆς, ἢ οὐ διὰ τρίτης μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς μέσαις αὐτῶν ἡμέραις» Γαλην. π. Κρισίμ. Ἡμερ.

Middle Liddell

σύνοχος, ον, συνέχω
joined together: metaph. agreeing with, suiting, Eur.