κλαυθμυρισμός

Revision as of 12:23, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, crying like a child, Is.Fr.163, Plu.Lyc.16, Steph.in Hp.1.228 D., f.l. in Opp.C.4.248 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1446] ὁ, das Wei nen, Wimmern, Plut. Lyc. 16 u. a. Sp. Bei Opp. Cyn. 4, 248 ist in κλαυθμυρισμῶν die Penultima kurz gebraucht u. v.l. κλαυθμυρίδων, wie von κλαυθμυρίς, Brunck vermuthet κλαυθμυριῶν, vgl. Lob. path. 273.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vagissement, cri plaintif d'enfant.
Étymologie: κλαυθμυρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυθμυρισμός -οῦ, ὁ [κλαυθμυρίζω] gehuil (m. n. van baby’s).

Russian (Dvoretsky)

κλαυθμῠρισμός:плач (преимущ. детский) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμῠρισμός: ὁ, τὸ κλαίειν ὡς παιδίον, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16. Τὸ ἐν Ὀππ. Κυν. 4. 248 κλαυθμυριῶν ἔχει καὶ διάφ. γραφὴν κλαυθμυρισμῶν (Regius), ἀλλ’ ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἡ τοῦ Βατ. κώδικος κλαυθμυρίδων, ἥτις πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ καίπερ τῆς ἑνικ. ὀνομ. κλαυθμυρὶς μὴ ἀπαντώσης που.

Greek Monolingual

ο (Α κλαυθμυρισμός) κλαυθμυρίζω
το συνεχές και σιγανό κλάψιμο τών βρεφών ή το να κλαίει κάποιος σαν μωρό, κλάψα, κλαψούρισμα.

Greek Monotonic

κλαυθμῠρισμός: ὁ, κλαψούρισμα σαν παιδί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κλαυθμῠρισμός, οῦ, [from κλαυθμῠρίζω]
a crying like a child, Plut.