μοιρολογέω
English (LSJ)
tell a man his fate, μοιρολογῆσαι ἑαυτόν Ps.-Callisth.1.14.
German (Pape)
[Seite 198] Einem sein Schicksal verkündigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρολογέω: λέγω εἴς τινα τὴν μοῖραν αὐτοῦ, τὴν τύχην του, μοιρολογῆσαι ἑαυτὸν Βίος Ἀλεξ. ἐν Notit. Mss. 13. σ. 244· -μοιρολόγος, ον, προφητικός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
και μυρολογώ μυρολογέω και μυρολογάω (ΑΜ μοιρολογῶ, μοιρολογέω)
(νεοελλ.-μνσ.)
1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια
2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο
αρχ.
λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να του συμβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος (< μοῖρα + -λόγος < λέγω). Κατ' άλλους, ο τ. μοιρολογώ προήλθε από το ρ. μυρολογώ με αρχική σημ. «αλείφω με μύρα νεκρό», κατ' επίδραση της λ. μοίρα].