μοιρολόγος

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρολόγος Medium diacritics: μοιρολόγος Low diacritics: μοιρολόγος Capitals: ΜΟΙΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: moirológos Transliteration B: moirologos Transliteration C: moirologos Beta Code: moirolo/gos

English (LSJ)

μοιρολόγον, prophetic, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 198] Schicksal verkündigend, Sp.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μοιρολόγος, -ον)
αυτός που λέγει τη μοίρα, που προλέγει τα μέλλοντα να συμβούν
αρχ.
προφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -λόγος].