πυκιμήδης

Revision as of 07:00, 21 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Middle Liddell

πῠκῐ-μηδής, ές πύκα, μῆδος: of close mind or of cautious mind, wise, shrewd, Hom.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
prudent, sage.
Étymologie: πύκα, μῆδος.

German (Pape)

[Seite 815] ές, oder πυκιμήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.

Russian (Dvoretsky)

πῠκῐμήδης: и πῠκῐμηδής 2 благоразумный, разумный Hom., HH.

Greek Monolingual

-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυμηδής].