πυκιμήδης
Middle Liddell
πῠκῐ-μηδής, ές πύκα, μῆδος: of close mind or of cautious mind, wise, shrewd, Hom.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
[Seite 815] ές, oder πυκιμήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.
Russian (Dvoretsky)
πῠκῐμήδης: и πῠκῐμηδής 2 благоразумный, разумный Hom., HH.
Greek Monolingual
-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυμηδής].