πρώταρχος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui marque le commencement d'une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192.
Russian (Dvoretsky)
πρώταρχος: первоначальный (ἄτη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].