οἴημα

Revision as of 10:58, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οἰήματος, τό, (οἴομαι)
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).
II self-conceit, οἴημα καὶ τῦφος Plu.2.39d; οἴημα καὶ ἀλαζονεία ib.43b.

French (Bailly abrégé)

οἰήματος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.

German (Pape)

τό, die Meinung (οἴομαι), bes. die Meinung, die man von sich hat, Eigendünkel, καὶ ὁ τῦφος, Plut. de audit. 4 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

οἴημα: οἰήματος τό самомнение (οἴ. καὶ ἀλαζονεία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴημα: τό, γνώμη· ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.

Greek Monolingual

οἴημα, τὸ (Α)
(γενικά)
1. ιδέα, γνώμη
2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -μα].

Translations

conceit

Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: verwaandheid, ijdelheid, hoogmoed; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: vanité, orgueil; German: Einbildung, Dünkel, Eigendünkel, Arroganz, Eingebildetheit, Süffisanz, Selbstgefälligkeit, Krattel; Greek: έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά, ψώνιο, ψώνισμα; Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια, ἱπποτυφία, κατοίησις, κενοδοξία, οἴημα, οἴησις, τῦφος, ὑπόληψις, φῦσα, φύσημα, χαυνότης; Hebrew: התנפחות‎; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: presunzione, vanità; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: presunção, vaidade; Romanian: trufie, vanitate; Russian: самомнение, тщеславие, гонор, чванство, самонадеянность; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: engreimiento, vanidad, presunción, ego; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn