διπάλαιστος

Revision as of 11:51, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[πᾰ], ον, two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also διπαλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.

Spanish (DGE)

(δῐπάλαιστος) -ον
• Alolema(s): -πάλαστος X.Cyn.2.4, ID 1442A.47 (II a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que mide dos palmos de largo o de ancho ἄρκυς X.l.c., βέλος Plb.27.11.2, δάδια ID l.c., φιάλη ID 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura D.S.18.26.
2 neutr. plu. subst. dos palmos, medida de dos palmos ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.HP 4.11.6, Nic.Fr.74.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long ou large de deux palmes.
Étymologie: δίς, παλαιστή.

German (Pape)

zwei Palmen (παλαιστή) breit, groß; Xen. Cyn. 2.4; Pol. 27.9, 2.

Russian (Dvoretsky)

διπάλαιστος: размером в две палесты (ок. 15.5 см) Xen., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διπάλαιστος: -ον, δύο παλαμῶν πλάτος ἔχων, Ξεν. Κυν. 2, 4, Πολύβ. 27. 9, 2.

Greek Monolingual

διπάλαιστος, -ον και διπαλαιστιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλαιστή, αιολ. τ. του παλαστή «παλάμη»].

Greek Monotonic

διπάλαιστος: -ον (παλαιστή), αυτός που έχει πλάτος δύο παλάμες, σε Ξεν.

Middle Liddell

δι-πάλαιστος, ον adj παλαιστή
two palms broad, Xen.