ὑποκάπνισμα

Revision as of 16:07, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-ατος, τό, that with which one fumigates, Alex. Trall.5.4.

German (Pape)

[Seite 1219] τό, Räuchermittel, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάπνισμα: τό, τὸ πρὸς ὑποκάπνισμα ὑποκαιόμενον, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 261.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, ΜΑ ὑποκαπνίζω
η καιόμενη ύλη κατά τον υποκαπνισμό
μσν.
υποκαπνισμός.

Translations