περιτείχισμα

Revision as of 14:40, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A wall of circumvallation, blockading wall, Th.3.25,5.2, X.HG1.3.5.
2 surrounding wall of a precinct, SIG818.5 (Ephesus, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 596] τό, der mit einer Mauer umgebene, befestigte Ort, die Verschanzung; Thuc. 3, 25. 5, 2; Xen. Hell. 1, 3, 5; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enceinte de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur.

Russian (Dvoretsky)

περιτείχισμα: ατος τό кольцевая стена, кольцо укреплений Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείχισμα: τό, τεῖχος πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιτειχίζω
1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα
2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος.

Greek Monotonic

περιτείχισμα: τό, περιχαρακωμένος τείχος, σε Θουκ.

Middle Liddell

περιτείχισμα, ατος, τό,
a wall of circumvallation, Thuc.

English (Woodhouse)

circumvallation, blockading lines, lines of circumvallation

Lexicon Thucydideum

munimentum alicui loco circumductum, fortification built around a place, 3.25.1, 5.2.4. 5.115.4. 5.116.2.6.101.1.