συγκατέρχομαι

Revision as of 17:34, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A sink downwards together, Arist.Insomn.461b12; τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα Gal.15.686.
II come back, return from exile together, Lys.31.9, Arist.Pol.1300a18, etc.; τινι with one, Lys.31.13; μετά τινος Plu.Dio 29.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich zurückkommen; Lys. 31, 9; Plut. Camill. 30.

French (Bailly abrégé)

1 descendre ensemble;
2 revenir ensemble (de l'exil).
Étymologie: σύν, κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέρχομαι:
1 вместе нисходить, спускаться вниз: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;
2 вместе возвращаться: σ. τινι Lys. и μετά τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.

Greek Monolingual

ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατέρχομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., γυρίζω πίσω από κοινού, επιστρέφω από εξορία μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέρχομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― κατέρχομαι ἐν συνοδείᾳ ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. ἐπανέρχομαι ὁμοῦ, ὑποστρέφω ἐκ τῆς ἐξορίας ὁμοῦ, Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.

Middle Liddell

Dep. with aor. and perf. act., to come back together, return from exile together, Lys., etc.