μετεωροσκόπος

Revision as of 10:46, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, stargazer, Pl.R. 488e.

German (Pape)

[Seite 160] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ ἀδολέσχης, Plat. Rep. VI, 488 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe les phénomènes ou les corps célestes.
Étymologie: μετέωρος, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροσκόπος:созерцающий небесные явления, звездочет Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε.

Greek Monolingual

ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό)
νεοελλ.
μετεωρολόγος
αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα
2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηροσκόπος, ορνιθοσκόπος].

Greek Monotonic

μετεωροσκόπος: ὁ, αιθεροβάμων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μετεωρο-σκόπος, ὁ,
a star-gazer, Plat.

English (Woodhouse)

star-gazer, stargazer