πυργήρης

Revision as of 17:00, 9 January 2025 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πυργήρες, of a place, furnished with towers, fortified, κώμη Orac. ap. Paus.10.18.2.

German (Pape)

[Seite 820] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, μετέωρος ὡς πύργος, u. πύργηρα, τὰ θωράκια.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
muni de tours, muni de fortifications.
Étymologie: πύργος, ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

πυργήρης: -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, κώμη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις τειχήρης, ποδήρης, ἴδε τριήρης.)

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ξιφήρης)].

Greek Monotonic

πυργήρης: -ες (*ἄρω), λέγεται για τόπο ή χώρα, αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. παρά Παυσ.

Middle Liddell

πυργ-ήρης, ες [*ἄρω]
of a place, fortified, ap. Paus.