ὀτρύνω

Revision as of 19:44, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

[ῡ], Ep. inf.

   A ὀτρυνέμεν Il.4.286: impf. ὤτρυνον Hom. (v. infr.), etc.; Iterat. ὀτρύνεσκον Il.24.24: fut. ὀτρῠνέω Hom. (v. infr.): Ep. aor. ὄτρῡνα Od.17.430:—Med. or Pass., only in pres. and impf. (v. infr.): poet. Verb, the compd. ἐπ-οτρύνω being used in Prose: (v. sub fin.):—stir up, egg on, encourage, esp. to battle, to any sudden or violent exertion, τινα Il.5.482, 10.158, etc.; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις ; 8.294; ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου 5.470: freq. c. inf., ὀπτῆρας . . ὄτρυνα νέεσθαι Od.17.430; ὀ. τινὰ μάχεσθαι Il.4.294,414, etc.; γήμασθαι Od. 19.158, etc.; ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν 2.244: without inf., ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον (sc. ἰέναι) ; Il.10.38; ὃν ναῶν Ἕκτωρ ὤτρυνε κατόπταν E.Rh.558(lyr.): with Preps., Ἑρμείαν . . νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν (sc. ἰέναι) Od.1.85, cf. Il.15.59; σέ γε θυμὸς ὀ. ἐπὶ νῆας 24.289; τὸν δ' ὀ. πόλιν εἴσω Od. 15.40; ποτὶ δῶμα 17.75; προτὶ Ἴλιον Il.19.156; πόλινδε Od.15.306; πόλεμόνδε Il.2.589; ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας Pi.N.10.23: rarely folld. by ὡς, Ὀδυσῆα ὄτρυν', ὡς ἂν πύρνα . . ἀγείροι Od. 17.362: rarely also c. dat. pers. et inf., ὤτρυνον . . θεραπόντεσσιν φυλάξαι Pi.P.4.41:—Med. or Pass., rouse oneself, bestir oneself, hasten, c. inf., ἕπεσθαι Od.10.425; ὀτρυνώμεθ' ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν Il.14.369, cf. Od.17.183; ὑμεῖς δ' ὀτρύνεσθαι... ὥς κ' ἐμὲ . . ἐπιβήσετε πάτρης 7.222:—the Act. in this intr. sense is only f.l. in Il. 7.420.    2 less freq. of animals, urge on, cheer on, οὐρῆας 23.111; ἵππους τε καὶ ἀνέρας 16.167, etc.; κύνας 18.584.    3 of things, urge forward, quicken, speed, πομπὴν ὀτρύνετε Od.7.151, cf. 8.30; τούτῳ δ' ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδόν 2.253; ἀγγελίην ὀτρύνομεν 16.355; μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν Il.12.277; βοὰν ὤτρυνε λαῶν roused the shouts of the people, B.8.35 (s. v.l.).—Ep. Verb, used now and then by Trag., in lyr., A. Th.726, E.Rh.25,558: in trim., S.Aj.60,771, El.28, E.Alc. 755: rare even in later Prose, Arist.Mu.399b11. (Prob. ὀ-τρῠ-ν-yω, with ὀ- prefix (as in ὀ-κέλλω) ; -τρῠ- perh. cogn. with Skt. tvárate 'hasten'.)

German (Pape)

[Seite 405] antreiben, ermuntern, zum Kampf u. übh. zu einer raschen, Kraft erfordernden Thätigkeit; Λυκίους, Il. 5, 482; ὀτρύνεις δὲ καὶ ἄλλον ὅθι μεθιέντα ἴδηαι, 13, 229; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις, 8, 294, wie ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν 4, 73, öfter; ἔμ' ὀτρύνει κραδίη, 10, 319; θυμός, wo ἐπὶ νῆας dabeisteht, 24, 259; auch γαστήρ, Od. 18, 54; – c. inf., πολεμίζειν, μάχεσθαι, Il. 4, 294. 414. 5, 520 u. öfter; auch μάλα δ' ὀτρύνουσι τοκῆες γήμασθαι, Od. 19, 158; καταπαυέμεν, 2, 244; ἀνστήμεναι, Il. 10, 55, vgl. Od. 8, 90; πομπήν τ' ὀτρύνω δόμεναι, 9, 518. 14, 374; – εἴς τι, z. B. ἐς βρωτύν, zum Essen, Il. 19, 205, vgl. 15, 59 Od. 1, 85. 15, 37; – ἐπί τι, Il. 24, 289; – πόλιν εἴσω, Od. 15, 40; πόλινδε, nach der Stadt zu gehen, 15, 306, wie πόλεμόνδε, 2, 589. 19, 69; – seltener von Thieren, antreiben, anspornen, οὐρῆας, Il. 23, 111, ἵππους, 16, 167 u. öfter, κύνας, 18, 584; von Sachen, πομπήν, betreiben, beschleunigen, mit emsigem Eifer, Od. 7, 151. 8, 30. 11, 357; ὁδόν τινι, 2, 253; ἀγγελίην, 16, 355; auch μάχην, Il. 22, 277; – pass. eilen, Od. 7, 222, u. so ist auch Il. 7, 420 mit Bekker ὠτρύνοντο νέκυς τ' ἀγέμεν für ὤτρυνον νέκυάς τ' ἀγέμεν zu lesen. – So auch die folgdn Dichter, bes. c. inf., ἐμὲ πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Pind. Ol. 3, 38, vgl. N. 1, 7 P. 4, 164; ὄτρυνον ἑταίρους κελαδῆσαι, Ol. 6, 87; auch auffallend c. dat. der Person, ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ θεραπόντεσσιν φυλάξαι, P. 4, 40; ὤτρυνε θεσμὸν μὴ χαρίζεσθαι πυρός, Aesch. Ag. 295; Ἔρις ἅδ' ὀτρύνει, Spt. 708; ὀτρύνουσά νιν, Soph. Ai. 758; σὺ ἡμᾶς τ' ὀτρύνεις καὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, El. 28; ὄτρυν' ἔγχος ἀείρειν, Eur. Rhes. 25; ὤτρυνεν φέρειν, Alc. 758; einzeln bei sp. D.