ἵμερος

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A longing, yearning after, c. gen. rei, σίτου . . περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ Il.11.89, etc.; γόου ἵμερον ὦρσε raised [in them] a yearning after tears, i.e. a desire of the soul to disburden itself in grief, 23.14; ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od.16.215, etc.: with gen. obj. added, πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο for his father, 4.113; ἵμερον ἔχειν, = ἱμείρεσθαι, c. inf., Hdt.5.106,7.43; ἵμερος ἔχει με . . ἰδεῖν S.OC1725 (lyr.), cf. Sapph.Supp.24.11; ἵ. ἐπείρεσθαί μοι ἐπῆλθέ Hdt.1.30, cf. 9.3; τῶν (sc. δενδρέων) γλυκὺς ἵ. ἔσχεν . . φυτεῦσαι Pi.O.3.33: in pl., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵ. various impulses or emotions, A. Ch.299, cf. Phld.Ir.p.37 W., Piet.20.    2 abs., desire, love, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵ. αἱρεῖ Il.3.446; δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵ. 14.198; δαμέντα φρένας ἱμέρῳ Pi.O.1.41, cf. Sapph.Supp.25.16; ἱμέρῳ πεπληγμένος A.Ag.544; ἱμέρου νικώμενος Id.Supp.1005, cf. Pr.649, S.Tr.476, Ar.Ra.59; βλεφάρων ἵ. S.Ant.796(lyr.).    3 personified, Χάριτές τε καὶ Ἵ. Hes.Th.64; Ἔρως . . χαρίτων, ἱμέρου, πόθου πατήρ Pl.Smp.197d, cf. Luc.DDeor.20.15, Nonn.D.1.68, al.    II as Adj., only in neut. as Adv., ἵμερον αὐλήσαντι AP9.266 (Antip.); ἵμερα μελίζεσθαι, δακρῦσαι, ib.7.30 (Antip. Sid.), 364 (Marc. Arg.).— Poet., exc. in Pl. and Ion. and later Prose, as Hdt. ll. cc., Hp.Aër. 22, Phld. ll. cc., Acad.Ind.p.56M. (Sts. derived fr. is-mero-, cf. Skt. i[snull ][tnull ]ás 'desired', i[snull ]más 'god of love', but Aeol. texts have ἴμερος, ἰμέρρω, never ἰμμ-; cf. ἡμερτόν· ἐπέραστον, Hsch. (s.v.l.).)

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ (vielleicht mit ἵημι, ἵεμαι zusammenhangend?), Sehnsucht, Verlangen wonach; nach Liebesgenuß, Liebe, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ Il. 3, 446. 14, 328; φιλότης καὶ ἵμερος 14, 198. 216; σίτου, 11, 89 u. öfter; Θέτις γόου ἵμερον ὦρσεν 23, 14, wie ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od. 16, 215; auch noch mit einem gen. verbunden, τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 4, 113, das Verlangen nach der Trauer um den Vater erregen, denn der Unglückliche sehnt sich, seinen Schmerz auszuweinen (die Wonne der Wehmuth, Ossian). – Bei Pind., wie ἔρως, Liebessehnsucht. Liebe, γλυκύς Ol. 3, 35; δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ 1, 41. Auch Tragg., τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. Ag. 530, vgl. 1176 u. Eur. Med. 556; ὠμοδακής σ' ἄγαν ἶμερος ἐξοτρύνει Aesch. Spt. 674; ἵμερος ἔχει με Soph. O. C. 1723; νύμφας Ant. 792; ταύτης ὁ δεινὸς ἵμ. ποθ' Ἡρακλῆ διῆλθε Tr. 476; τοῦ θανόντος ἱμέρῳ Phil. 350; τοιοῦτος ἵμ. με διαλυμαίνεται Ar. Ran. 59; personificirt, Anacr. 64, 2; Bruder des Eros, Luc. Deor. jud. 15. Selten in Prosa, ἵμερον ἔχειν, Her. 5, 106, öfter; Plat. Phaedr. 251 c 255 c Conv. 197 d. – Adj. ist ἵμερος = ἱμερόεις gebraucht in der Anth., ἵμερα μελίζεσθαι Antp. Sid. 76 (VII, 30), ἵμερα δακρύσασα M. Arg. 29 (VII, 364).