σῖγα
English (LSJ)
Adv., (σιγή)
A silently, used in Trag. (and late Ep., A.R.1.267), σῖγ' ἔχοντες S.Ph.258; σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε Id.El.1236; ἀλλὰ σ. πρόσμενε ib.1399; ἄκουε σ. Id.Fr.815; κάθησο σ. Ar.Ach.59: also as an exclam., σῖγα hush! be still! A.Ag.1344; so οὐ σ.; Id.Th.250; οὐ σῖγ' ἀνέξει; S.Aj.75; the public crier proclaiming silence said σ. πᾶς (sc. ἔστω), Ar.Ach.238, cf. E.Hec.532; σ. κηρῦξαι στρατῷ Id.Ph. 1224. 2 under one's breath, in a whisper, quietly, secretly (cf. σιγή 11), τὰ δὲ σ. τις βαΰζει A.Ag.449; σῖγ' ἐπέρχεται φάτις S.Ant.700; σ. σήμαινε Id.Ph.22; σ. μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Orph.A.702; πῶς αἱ πατρῷαί σ' ἄλοκες φέρειν . . σῖγ' ἐδυνάθησαν; S.OT1212.
German (Pape)
[Seite 877] adv., stillschweigend, still; οὐ σῖγα; μηδὲν τῶνδ' ἐρεῖς κατὰ πτόλιν; Aesch. Spt. 250; Ag. 1317 Ch. 94; ἀλλὰ σῖγα πρόσμενε, Soph. El. 1391; οὐ σῖγ' ἀνέξει; Ai. 75; σῖγ' ἔχειν, sich ruhig verhalten, Phil. 258 u. öfter, wie Eur. u. Ar. Ach. 226.
Greek (Liddell-Scott)
σῖγα: Ἐπίρρ. (σιγὴ) σιωπηλῶς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς, σῖγ’ ἔχοντες Σοφ. Φιλ. 258· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1236· ἀλλὰ σῖγα πρόσμενε αὐτόθι 1399· σῖγ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 819· κάθησο σῖγα Ἀριστοφ. Ἀχ. 59· ὡσαύτως ὡς ἐπιφώνημα, σῖγα, σιωπή! «σούτ!» Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344· οὕτως, οὐ σῖγα; ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 250· οὐ σῖγ’ ἀνέξει; Σοφ. Αἴ. 75· ― ὁ δημόσιος κῆρυξ κραυγάζων ἔλεγε: σῖγα πᾶς (ἐξυπακ. ἔστω) Ἀριστοφ. Ἀχ. 238, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 532· σῖγα κηρύσσειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1224. 2) ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ ὡς ἐν ψιθυρισμῷ, χαμηλῇ τῇ φωνῇ, ἡσύχως, μυστικῶς (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), τάδε σῖγά τις βαΰζει Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· σῖγ’ ἐπέρχεται φάτις Σοφ. Ἀντ. 700· σῖγα σήμαινε ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 22· σῖγα μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Ὀρφ. Ἀργ. 700· πῶς αἱ πατρῷαί σ’ ἄλοκες φέρειν ... σῖγ’ ἐδυνάθησαν; Σοφ. Ο. Τ. 1212.