τρῦχος

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

εος, τό,

   A worn out, tattered garment, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777; τρύχει πέπλων E.El.501, cf. Thphr.HP3.8.6: pl., rags, tatters, E.El.185 (lyr.), Ph.325 (lyr.), Ar.Ach. 418.    II rent, δι' ἱματίων . . οἷον τ. ἐποίησεν Arist.Mete.371a28.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦχος: -εος, τό, ἱμάτιον τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, ῥάκος, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, αὐτόθι 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. σχίσμα, ῥῆγμα, δι’ ἱματίων... οἷον τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι πανταχοῦ ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ τρύχω].