ἁλοσύδνη
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. ὕδνης, vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden θύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. θαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλοσύδνη: ἡ, = ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθεῖσα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Δ. 404, ἔνθα αἱ φῶκαι καλοῦνται τέκνα τῆς Ἁλοσύδνης· ὡς προσηγορ. ἐν Ἰλ. Υ. 207, ἔνθα ἡ Θέτις ἀποκαλεῖται καλλιπλόκαμος ἁλ., καλλίκομον τέκνον τῆς θαλάσσης: οὕτως αἱ Νηρηίδες ὀνομάζονται ἁλοσύδναι ὑπὸ Ἀπολλ. Ροδ. Δ.1599· καὶ Νηρηίς τις Ὑδατοσύδνη ὑπὸ Καλλ. Ἀποσπ. 347. (Ἡ συλλαβὴ συ- παράγεται πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ υἱός, πρβλ. Σανσκρ. su, sû, (generare): ἡ κατάληξις -δνη παραβάλλεται πρὸς τὰς λέξεις ἔχιδνα, βασίλιννα, Δίκτυννα, κτλ.)