νεογιλός

Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A new-born, young, σκύλαξ Od.12.86; βρέφος Is.Fr.12, Theoc. 17.58; ἔριφος Alciphr.1.27; ὀδοὺς ν. one of the first set of teeth, Opp.C.1.199; βίου χρόνος ν. life short as childhood, Luc.Halc.3. (In Od. l.c. glossed νεογνῆς, . . νεωστὶ γεννηθείσης by Hsch.; also γάλακτι τρεφομένης by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. žindù 'suckle'.)

German (Pape)

[Seite 241] ή, όν, (von γάλα, γλάγος nach den Alten, = νεογλαγής, oder gar nach Eust. = νεόγονος), neugeboren, jung; Od. 12, 86; βρέφος, Theocr. 17, 58; βίου χρόνος, d. i. kurz, Luc. Halcyon. 3; ὀδούς, Milchzahn, Opp. Cyn. 1, 399; Poll. 2, 8 (wo früher νεογιλαῖος u. νεογιλής stand) citirt es auch aus Isae. u. verwirft es.

Greek (Liddell-Scott)

νεογῑλός: -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, σκύλαξ Ὀδ. Μ. 86· βρέφος Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., πρωτοφυής, Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου χρόνος ν., βίος βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ ἡλικία, Λουκ. Ἀλκυὼν 3, ἔνθα ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ νεογλαγής).