νεόγονος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
νεόγονον, = νεογενής, newborn, E.Ion1001, Cyc.206, Lyr.Alex.Adesp.36.8.
German (Pape)
[Seite 241] = νεογενής, neugeboren; παῖς, Eur. Ion 1431; βρέφος, 1339; βλαστήματα, Cycl. 205.
Russian (Dvoretsky)
νεόγονος: Eur. = νεογενής.
Greek (Liddell-Scott)
νεόγονος: -ον, = νεογενής, Εὐρ. Ἴων 1001, Κύκλ. 206.
Greek Monolingual
νεόγονος, -ον (Μ)
ο νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. πρωτόγονος].
Greek Monotonic
νεόγονος: -ον, = νεογενής, σε Ευρ.
Middle Liddell
νεό-γονος, ον = νεογενής, Eur.]