διάμετρος
English (LSJ)
ον,
A diametrical: Astrol., diametrically opposed, Ptol.Tetr.115, Man.1.89. II Subst. δ. (sc. γραμμή), ἡ, diagonal of a parallelogram, Pl.Men.85b,al.; κατὰ δ. συντίθεσθαι, of triangles, by the hypotenuses, Id.Ti.54d; diameter of a circle, Arist.Cael.271a12, etc.; axis of a sphere, Id.MA699a29; diameter of other curves, Apollon.Perg.Con.1Def.1; axis of a conic, Archim.Aequil.2.10; ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις, of circles, Arist.EN1133a6; τὰ κατὰ δ. Id.Cael.277a24; κεῖσθαι κατὰ δ. Id.Mete.363a34, al.; κατὰ δ. κινεῖσθαι, of quadrupeds, which move the legs cross-corner-wise, as horses when trotting (opp. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι ambling, in which the legs on either side move together), Id.HA490b4, IA712a25, cf. Plu. 2.43a; ἐκ διαμέτρου ἀντικείμενος, of planets, in opposition, PMag. Par.1.2221; ἐκ διαμέτρου ἡμῖν οἱ βίοι Luc.Cat.14. 2 prob. mitre-square, Ar.Ra.801.
Greek (Liddell-Scott)
διάμετρος: (ἐνν. γραμμή), ἡ, ἡ διάμετρος ἢ διαγώνιος παραλληλογράμμου, Πλάτ. Μένωνι 85Β κ. ἀλλ.˙ κατὰ δ. ξυντίθεσθαι, διὰ διαμέτρου ἑνοῦμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 54Ε˙ οὕτως, ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 8˙ τὰ κατὰ δ. ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 8, 11˙ κεῖσθαι κατὰ δ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 5 κ. ἀλλ.˙ κατὰ διάμετρον κινεῖσθαι, ἐπὶ τετραπόδων, ἅτινα κινοῦσι τοὺς πόδας αὐτῶν σταυροειδῶς, οἷον οἱ ἵπποι τριποδίζοντες (ἀντίθ. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι, ὅταν οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν πόδες κινῶνται ὁμοῦ), Ἀριστ. π. Ζ. πορ. 1. 5., 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 43Α˙ ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι Λουκ. Κατάπλ. 14. 2) διάμετρος κύκλου, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 4, 3 κ. ἀλλ.˙ ὁ ἄξων σφαίρας, ὁ αὐτ. π. Ζῴων Κιν. 3, 4, κτλ. ΙΙ. κανὼν πρὸς διαγραφὴν τῆς διαμέτρου, Ἀριστοφ. Βατρ. 801.