διαγώνιος
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
διαγώνιον, from angle to angle, diagonal, Str.2.1.36, Vitr.9.1.5, Aristid.Quint.3.3, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Procl.Hyp.3.16; δ. πάσσαλος Nicom.Harm.6. Adv. διαγωνίως Id.Ar.2.12.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α Gr.Nyss.Perf.193.17]
I 1geom. diagonal, oblicuo παραλία ... δ. πως ἄγεται Str.2.1.36, linea ab angulo ad angulum diagonios perducatur Vitr.9 praef.5, cf. Aristid.Quint.99.4, διαγώνιοι πόδες patas diagonalmente opuestas de una cama, Antyll. en Orib.6.23.3, δ. πεσσοί Gr.Nyss.Ep.25.5
•subst. ἡ δ. (sc. γραμμή) la diagonal Str.2.1.36, Procl.Hyp.3.16, Eustr.in Apo.XIII.39 ἡ δ. εὐθεῖα τὸ τετράγωνον χωρίον εἰς δύο τρίγωνα τέμνει Gal.1.429, tb. neutr. plu. τὰ διαγώνια Simp.in Cat.50.20.
2 angular οἰκοδομία Gr.Nyss.l.c.
II adv. -ως en diagonal δ. διαιρεθὲν εἰς δύο τρίγωνα Nicom.Ar.2.12, cf. An.Bachm.2.172.3.
Greek (Liddell-Scott)
διαγώνιος: -ον, ὁ ἀπὸ γωνίας εἰς γωνίαν φερόμενος, Ἀριστείδ. Κοϊντ. σ. 118, Βιτρούβ. 9. 1. ― Ἐπίρρ. -ίως, Νικόμ. Γερασ. σ. 122.
Greek Monolingual
-α και -ος, -ο (AM διαγώνιος, -ον)
αυτός που συνδέει μια γωνία με την απέναντι της
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η διαγώνιος
η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές ενός πολυγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -γωνιος < γωνία. Το επίθετο διαγώνιος χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Στράβωνα για να προσδιορίσει το ουσ. γραμμή.