χῶμα

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό, (χόω, χώννυμι)

   A earth thrown up, bank, mound, thrown up against the walls of cities to take them, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Hdt.1.162; χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν The.2.75, cf. LXX.Ez.21.22(27), Hb.1.10, OGI90.24 (Rosetta, ii B. C., pl.).    2 dyke to hinder a river from overflowing, Hdt.1.184: freq. in Pap., PPetr.3pp.125,341 (iii B. C.), etc.; βασιλικὸν χ. Wilcken Chr.11 A8 (ii B. C.); δημόσιον χ. POxy.290.34 (i A. D.).    3 dam, Hdt.7.130.    4 mole or pier, carried out into the sea, jetty, Id.8.97, D.50.6, Arg.Id.51, IG11(2).199A33(Delos, iii B. C.), etc.    5 promontory, spit of sand, A.Supp.870 (lyr.).    II sepulchral mound, Hdt.1.93, 9.85, A.Ch.723(anap.), S.Ant.1216, etc.; τάφων χώματα γαίας E.Supp. 53 (lyr.); χῶμα μὴ χοῦν ὑψηλότερον πέντε ἀνδρῶν ἔργον Pl.Lg. 958e.    III mass of soil in which roots are found, cj. in Thphr. HP2.5.2.    IV heap of rubbish, ruin, LXX Jo.8.28, Is.25.2, Lib. Or.61.13.    V τὸ χ. τῆς γῆς the dust of the earth, LXX Ex.8.16.

German (Pape)

[Seite 1386] τό, aufgeschüttete, aufgeworfene Erde, Schutt, Damm, Wall, Her. 1, 184; bes. Grabhügel, 1, 93. 9, 85; τάφων χώματα γαίας Eur. Suppl. 54; Aesch. Ch. 712 Suppl. 849; Soph. Ant. 1201; Eur. Hec. 221 Alc. 999 u. öfter; Plat. Legg. XII, 947 e; Thuc. 2, 75; auch die ausgegrabene Erde, die, nachdem sie an der Luft locker u. fruchtbar geworden ist, wieder in die Gruben geworfen wird, um darin Bäume zu pflanzen; Theophr. u. Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

χῶμα: τό, (χόω, χώννυμι) γῆ ἀναρριπτομένη καὶ συσσωρευμένη πρὸς τὰ τείχη πόλεως πρὸς ἅλωσιν αὐτῆς, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι Ἡρόδ. 1. 162· χ. ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· πρβλ. Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15, Ἡσ. ΛΖ΄, Ἱερ. Ϛ΄, 6). 2) πρόχωμα ἐγειρόμενον παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ ὅπως κωλύῃ τὴν ὑπερχείλισιν ἢ πλήμμυραν Ἡρόδ. 1. 184. 3) φραγμός, ὁ αὐτ. 7. 130. 4) προκυμαία ἢ ἀποβάθρα προβαίνουσα ἐπὶ πολὺ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «μῶλος», Λατ. moles, ὁ αὐτ. 8. 97, Δημ. 1208· 4, πρβλ. 1228, 1·― ὡσαύτως, ἀκρωτήριον, ἀμμώδης γλῶσσα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 870. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. tumulus, τύμβος, κοινῶς «τούμπα», ὕψωμα ἐκ χώματος, ἐπὶ τάφου, Ἡρόδ. 1. 93., 9. 85, Αἰσχύλ. Χο. 273, Σοφ. Ἀντιγ. 1216, κλπ.· τάφων χώματα γαίας Εὐρ. Ἱκ. 54· χῶμα μὴ χοῦν ὑψηλότερον [ἢ] πέντε ἀνδρῶν ἔργον Πλάτ. Νόμ. 958Ε. ΙΙΙ. ὡσαύτως γῆ ἀνασκαφεῖσα ὅπως ἐκτιθεμένη εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀέρος γίνῃ κατάλληλος πρὸς φυτείαν, Θεοφρ. πρ. Φυτ. Ἱστ. 2. 5, 2. IV. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ὡσαύτως, σωρὸς ἐρειπίων, (Ἰησ. Η΄, 28, Ἡσ. ΚΕ΄, 2). ― Πρβλ. χόω, καὶ τὰ σύνθετα αὐτοῦ, ἐκ-, δια-, κατα-, συγ-.