ἀτράπεζος

Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, (τράπεζα)

   A unsocial, Man.4.563.

German (Pape)

[Seite 388] (τράπεζα), ohne Tisch, Maneth. 4, 564.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτράπεζος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἄνευ τραπέζης, τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καὶ ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης, γυμνός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) ἀκοινώνητος, ἀλλόφρων, δύσμικτοςἀτράπεζος Μανέθ. 4. 563.