κατευνάζω

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

aor. -ηύνᾰσα (v. infr.),

   A put to bed, lull to sleep, Ἅλιον, ὃν αἰόλα νὺξ . . τίκτει κατευνάζει τε S.Tr.95 (lyr.); of death, με δαίμων κατευνάζει Id.Ant.833 (lyr.); ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν assigned him quarters outside the army, E.Rh.614: metaph., quiet, calm, πόντον A.R.1.1155 (tm.); θηρὸς ἐρωήν Opp.C.3.374 (tm.); μόχθων οὐδ' Ἀίδης με κατεύνασεν gave me no rest from... AP7.278 (Arch. Byz.); [κίνημα] Hierocl. in CA 24p.474M.:—Pass., lie down to sleep, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il.3.448; to be quieted, ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι λογισμοῖς Plu.Ant.36.

German (Pape)

[Seite 1398] niederlegen u. in Schlaf bringen; ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν Ἕκτωρ Eur. Rhes. 614; überte., besänftigen, stillen, lindern; den Schmerz, αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις Soph. Phil. 692; κατὰ δ' εὔνασε πόντον Ap. Rh. 1, 1155; θηρὸς ἐρωήν Opp. Cyn. 3, 374; auch vom Tode, Soph. Ant. 827, u. von der Sonne, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ τίκτει κατευνάζει τε Trach. 95; μόχθων οὐδ' Ἀΐδης με κατεύνασεν Archi. 33 (VII, 278), wie παύω. – Pass. sich niederlegen zur Ruhe, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il. 3, 448; übertr., ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι Plut. Anton. 36.

Greek (Liddell-Scott)

κατευνάζω: μέλλ. -άσω, βάλλω εἰς τὴν εὐνήν, κλίνην, ἀποκοιμίζω, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε Σοφ. Τρ. 95· ἐπὶ τοῦ θανάτου, δαίμων με κατευνάζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 833· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, προσδιώρισεν εἰς αὐτόν κατάλυμα ἔξω τοῦ στρατεύματος, Εὐρ. Ρῆσ. 614·- μεταφορ., καθησυχάζω, πραΰνω, πόντον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· θηρὸς ἐρωὴν Ὀππ. Κυν. 3. 374· κ. τινὰ μόχθων, παρέχω εἴς τινα ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, Ἀνθ. Π. 7. 278.- Παθ., πλαγιάζω διὰ νὰ κοιμηθῶ, κατακλίνομαι, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Ἰλ. Γ. 448· καθησυχάζομαι, ἔρως δοκεῖ κατευνάσθαι Πλουτ. Ἀντών. 36.