ἀποκοιμίζω
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
put to sleep, Alciphr.1.39:—Pass., go to sleep: metaph., Socr.Ep.1.6.
Spanish (DGE)
hacer dormir ἄνδρα Alciphr.4.14.2
•en v. med. adormilarse Socr.Ep.1.6.
German (Pape)
[Seite 307] entfernen u. in Schlaf bringen, Alciphr. 1, 39. – Poll., einschlafen, Ep. Socr. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοιμίζω: κάμνω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἀποκοιμίζω, ὡς καὶ νῦν Ἀλκίφρ. 1. 39: - Παθ., ἀποκοιμῶμαι, Ἐπιστολ. Σωκρ.
Greek Monolingual
(AM ἀποκοιμίζω)
κάνω κάποιον να κοιμηθεί (συνήθως για τα βρέφη με το νανούρισμα)
μσν.- νεοελλ.
θανατώνω κάποιον
νεοελλ.
1. καταφέρνω κάποιον ώστε να μη με υποπτεύεται
2. αποβλακώνω κάποιον
3. (η μτχ.) αποκοιμισμένος
νωθρός ή ανόητος.