ἀποκοιμίζω

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοιμίζω Medium diacritics: ἀποκοιμίζω Low diacritics: αποκοιμίζω Capitals: ΑΠΟΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: apokoimízō Transliteration B: apokoimizō Transliteration C: apokoimizo Beta Code: a)pokoimi/zw

English (LSJ)

put to sleep, Alciphr.1.39:—Pass., go to sleep: metaph., Socr.Ep.1.6.

Spanish (DGE)

hacer dormir ἄνδρα Alciphr.4.14.2
en v. med. adormilarse Socr.Ep.1.6.

German (Pape)

[Seite 307] entfernen u. in Schlaf bringen, Alciphr. 1, 39. – Poll., einschlafen, Ep. Socr. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοιμίζω: κάμνω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἀποκοιμίζω, ὡς καὶ νῦν Ἀλκίφρ. 1. 39: - Παθ., ἀποκοιμῶμαι, Ἐπιστολ. Σωκρ.

Greek Monolingual

(AM ἀποκοιμίζω)
κάνω κάποιον να κοιμηθεί (συνήθως για τα βρέφη με το νανούρισμα)
μσν.- νεοελλ.
θανατώνω κάποιον
νεοελλ.
1. καταφέρνω κάποιον ώστε να μη με υποπτεύεται
2. αποβλακώνω κάποιον
3. (η μτχ.) αποκοιμισμένος
νωθρός ή ανόητος.