ἀεροειδής
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. and Ion. ἠεροειδής, ές,
A like the sky or air, Pl.Ti.78c, Arist.GC 330b24, etc.:—cloudy in colour, Id.Col.794a4, cf. 797a7, BGU1207.6 (i B. C.).—For the Homeric usage of the word v. ἠεροειδής.
German (Pape)
[Seite 42] ές, luftartig, ἐγκύρτια Plat. Tim. 78 c; καπνός Arist. col. 3; τὰ ὄρη πόῤῥωθεν ἀεροειδῆ, wiein Dunst gehüllt, D. L. 9, 85; s. ἠεροειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροειδής: -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. ἠεροειδής, ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. ἀερώδης. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε ἠεροειδής.