διαίτημα

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3.    2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8.    3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.

German (Pape)

[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.