ἱπποτρόφος

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A horse-feeding, abounding in horses, of Thrace, Hes.Op.507; of Argos, Pi.N.10.41; πόλις B.10.114.    II of persons, breeding and keeping race-horses, Pi.I. 4(3).32, etc.; μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ. D.18.320, cf. Plu.Them.5, Paus. 6.2.1.    2 generally, horsebreeder, POxy.2110.6(iv A.D.), Hippiatr. 34.

German (Pape)

[Seite 1261] Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; ἄστυ Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτρόφος: -ον, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους, ἔχων ἀφθόνους ἵππους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρ. ἱππόβοτος, ἐπὶ τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· περὶ τοῦ Ἄργους, Πινδ. Ν. 10. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους χάριν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων, Πινδ. Ι. 4. 23 (3. 23), κτλ.: - ἡ ἱπποτροφία ἦτο ἐν Ἑλλάδι σημεῖον πλούτου, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πλάτ. Λύσ. 205C· ἱπποτροφεῖν ἐπιχειρήσας, ὃ τῶν εὐδαιμονεστάτων ἔργων ἐστὶ Ἰσοκρ. 353C· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 6· μέγας καὶ λαμπρὸς ἱπποτρόφος Δημ. 331. 18, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 5, Ἀγησ. 20. Παυσ. 6. 2, 1· ἵππους ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Αἰσχύλ. Πρ. 466: - ἦτο ὡσαύτως χαρακτηριστικὸν τῶν ὀλιγαρχικῶν πόλεων, ὅσαις πόλεσιν ἐν τοῖς ἵπποις ἡ δύναμις ἦν, ὀλιγαρχίαι παρὰ τούτοις ἦσαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 3· οἷον ἐπὶ τῶν Μαγνήτων, τῶν Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων τῆς Εὐβοίας, Θέογν. 603, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 5. 6, 14. - Πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 74, καὶ ἴδε ἐν λ. ἱππεύς, ἱπποβάτης, κτλ.