ἀντιγράφω

Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

   A write against or in answer, write back, v.l. in Th.1.129 (Pass.), Phld.Ir.p.86 W., Plu.Luc.21, D.Chr.2.18, PFlor.278ii 30 (iii A.D.), etc.; ἀ. τῆ γραφῇ vie in description with painting, Longus Prooem.    II Med., with pf. Pass. (Aeschin.1.154, D.45.45), as law-term, put in as an ἀντιγραφή, plead against, τι περί τινος Is.11.17, cf.D.48.31; also ἀ. τινί, c. inf., plead against another that such is the case, Lys.23.5, D.44.39:—also, bring a counter-accusation, Poll.8.58, cf. Aeschin.1.119, 154; later in Act., plead in answer to a charge, -γράψαι ὡς οὐκ ἔπραξεν D.S.1.75.    2 keep a counter-reckoning of money paid or received (cf. ἀντιγραφεύς), Arist.Ath.54.3; simply, check accounts, PTeb.89.13 (ii B.C.).    3 issue a rescript, SIG888.8.    III Pass., aor. ἀντιγραφῆναι to be copied, εἰς στήλας Milet.3.148.93.

German (Pape)

[Seite 250] dagegen schreiben, schriftlich antworten, Thuc. 1, 129; oft Plut. – Med., eine Gegenklage erheben, περί τινος Is. 11, 17; bes. eine Exception gegen eine Klage einreichen, Lys. 23, 5 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιγράφω: [ᾰ]: μέλλ. -ψω, γράφω ἐναντίον τινὸς ἢ εἰς ἀπάντησιν, Θουκ. 1. 129 (ἐν τῷ παθ.), Πλουτ. Λούκουλλ. 21, κτλ.· πολλὰ ἰδόντα με [ἐν τῇ εἰκόνι] ... πόθος ἔσχεν ἀντιγράψαι τῇ γραφῇ, μὲ ἐκυρίευσεν ἐπιθυμία νὰ περιγράψω διὰ τοῦ λόγου τὴν εἰκόνα, Λόγγ. ἐν τῷ προοιμίῳ τῶν κατὰ Δάφν. κ. Χλό. ΙΙ. Μέσ. μ. παθ. πρκμ. (Αἰσχίν. 22. 11, Δημ. 1115. 16) ὡς ὅρος νομικός, εἰσάγω ἀντιγραφήν, κατηγορῶ, τι περί τινος Ἰσαῖ. 85. 19, πρβλ. Δημ. 1175. 26· ὡσαύτως, ἀντ. τινὶ ἢ τινά, μετ’ ἀπαρεμ., ἰσχυρίζομαι ἐναντίον ἑτέρου ὅτι οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, Λυσ. 166. 45, Δημ. 1092. 10: -ὡσαύτως φέρω ἀντικατηγορίαν, «ἀντιγράφεσθαι, τὸ ἀντιποιεῖσθαι κλήρου ἢ ἀντικατηγορεῖν» Πολυδ. Η΄, 58, πρβλ. Αἰσχίν. 17. 1., 22. 11. 2) φυλάττω ἀντίγραφον λογαριασμοῦ τῶν καταβαλλομένων ἢ λαμβανομένων χρημάτων (πρβλ. ἀντιγραφεύς), Ἀριστ. Ἀποσπ. 399.