λύγη

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A twilight, App.Ill.25, cf. Suid., Eust.689.18.

German (Pape)

[Seite 67] ἡ, Schatten, Dunkel, Finsterniß, App. Illyr. 25 l. d.; VLL. erkl. σκοτία; Tim. Lez. Plat. σκιά, ἀπόκρυψις, wo Ruhnk. zu vgl.; scheint nur in ἠλύγη u. abgeleiteten vorzukommen.)

Greek (Liddell-Scott)

λύγη: ἡ, σκιόφως, λυκόφως, μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς ῥίζα τῶν λ. ἠλύγη, ἠλυγάζω, ἐπηλυγάζω, ἀλλὰ πιθανῶς οὐδαμοῦ ἐν χρήσει· διότι ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *λύκη, Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming σκιόφως πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. λυκόφως).