περιβολή
English (LSJ)
ἡ,
A covering, garment, Pl.Plt.280b; dress, Phld.Vit.p.36 J., Arr.Epict.3.1.1, Luc.Herm.19 ; π. ἱματίων LXX Si.11.4 ; turn of a bandage, Hp.Fract.14 (pl.) : in various senses acc. to context, χειρῶν περιβολαί embraces, E.IT903 (περιβολαί alone, X.Cyn.7.3, Plu.Rom.8); περιβολαὶ χθονός, i.e. the grave, E.Tr.389; ἐς σκοτεινὰς π. μεθῶ ξίφος scabbard, Id.Ph.276 ; ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων tents, Id.Ion 1133 ; π. σφραγις μάτων the sealed coverings, Id.Hipp. 864; π. τοῖς σώμασι, of clothes and houses, Diog.Oen.10 ; σαρκῶν π. putting on of flesh, Aret.SD2.6 : abs., of walls round a town, ἑπτάπυργοι π. E.Ph.1078 ; αἱ ἔκτοσθεν π. Luc.Anach.20 ; ἐνιαυσία π. χλαμύδος annual investiture, Phld.Vit.p.27 J. 2 circumnavigation, περιβολαὶ τῆς Πελοποννήσου Luc.Ner.1. II space enclosed, compass, οἰκίης μεγάλης π. a house of large compass, Hdt.4.79 ; precinct, Jul.Or.7.239c. b extent, degree, π. νοσήματος Hp.Epid.1.9. 2 circumference, circuit, χωρίου . . γωνιώδη π. ἔχοντος Th.8.104 ; μείζω τὴν π. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.30; κύκλον τινὰ καὶ π. ἕχουσα ὁδός Plu.Luc. 21. III metaph., 1 compassing, endeavouring after, τῆς ἀρχῆς π. X.HG7.1.40, cf. Afric.Cest.p.18V. 2 ἡ π. παντὸς τοῦ λόγου the compass of the whole matter, scope, Isoc.5.16, cf. 12.244, J.AJ Prooem.2 ; ἡ καθόλου π. τῶν πραγμάτων Plb.16.20.9. 3 Rhet., expansion, amplification, Hermog.Inv.1.5,al.; ἡ π. τῶν λόγων Philostr. VS1.6; σοφιστικὴ π. ib.1.19.1 ; prolixity, Porph.Plot.21, Longin. ap. eund.20.
German (Pape)
[Seite 570] ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς λαβεῖν, Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ ξίφος, 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Uebh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσθαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ κύκλος, Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῦ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117.
Greek (Liddell-Scott)
περιβολή: ἡ, (περιβάλλω) περίβλημα, σκέπασμα, ἔνδυμα, Πλάτ. Πολιτ. 280Β· ἐνδυμασία, Λουκ. Ἑρμότ. 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1· ἡ καμπὴ ἢ πτυχὴ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ― ἀκολούθως ἡ ἔννοια τροποποιεῖται κατὰ διαφόρους τρόπους ὡς ἐκ τῶν συμφραζομένων, χειρῶν περιβολαί, ἐναγκαλισμοί, Εὐρ. Ι. Τ. 903· ― οὕτω καὶ μόνον περιβολαὶ Ξεν. Κυν. 7, 3, Πλουτ. Ρωμύλ. 8· περιβολαὶ χθονός, δηλ. ὁ τάφος, Εὐρ. Τρῳ. 389· π. [ξίφεος], θήκη, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 276· ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων, σκηναί, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1133· π. σφραγισμάτων, τὰ ἐσφραγισμένα καλύμματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 864· ἀπολ., τὰ περὶ τὴν πόλιν τείχη, ἑπτάπυργοι π. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1078 (ἔνθα ἴδε Valck., 1085)· αἱ ἔκτοσθεν π. Λουκ. Ἀνάχ. 20. ΙΙ. ὁ περιβεβλημένος χῶρος, περιοχή, οἰκίης μεγάλης π., οἰκίας μεγάλης περιοχή, Ἡρόδ. 4. 79· ― π. νοσήματος, ἡ ἔκτασις ἢ ὁ βαθμὸς αὐτοῦ, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 946. 2) περιφέρεια, «γῦρος;», χωρίου… γωνιώδη π. ἔχοντος Θουκ. 8. 104· π. ποιοῦμαι, κάμνω γῦρον, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· κύκλον τινὰ καὶ π. ἔχουσα ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλ. 21. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἡ προσπάθεια πρός τι, ἐπιθυμία τινός, π. τῆς ἀρχῆς, Λατ. affectatio imperii, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 40. 2) ἡ π. τοῦ λόγου, ἅπασα ἡ ἔκτασις τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὅλη ὑπόθεσις, Ἰσοκρ. 85D, 284Α· ἡ καθόλου π. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 16. 20, 9. 3) ἐν τῇ ῥητορ. τὸ περίβλημα τῶν διανοημάτων, τὸ ὕφος, Ρήτορες (Walz) 3. 268, Φιλόστρ. 511· Λατ. cirumjecta oratio, Quintil. 4. 2, 117· πρβλ. περιβλητικός.