ἀρήγω
English (LSJ)
[ᾰ], fut.
A -ξω Com.Adesp.12.5D., etc.:—aid, succour, τινί Il. 2.363, al. (never in Od.); in Hom. always, succour in war, freq. c. dat. pers. et modi, μάχῃ Τρώεσσιν ἀ. 1.521, 5.507; ὄμοσσον ἦ μέν μοι . . ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀ. 1.77: generally, help, succour, λέχει Ἀλκμήνας Pi.N.1.49; νεότατι ἀ. θράσος Id.P.2.63; θνητοῖς A.Pr.269, etc.; in mock Trag. passages of Com., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ'; Ar.Th.696, cf. Pl.476: rare in Prose, Hecat.30J., etc.; ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Hdt.7.236; τοῖς φίλοις ἀ. X.Cyr.1.5.13; ἀ. σὺν ὅπλοις τῇ χώρᾳ Id.Oec.5.7; to be good for a patient or his case, Hp.Prorrh.2.30, cf. Acut.65. 2 impers., c. inf., it is good or fit, φέρειν ἀρήγει Pi.P.2.94; σιγᾶν ἀρήγει A.Eu.571. II c. acc. rei, ward off, prevent, ὄλεθρον v.l. in Batr.279; ἄρηξον . . ἅλωσιν A.Th.119 (lyr.); ἀ. τινί τι ward off from one, φόνον τέκνοις E.Med.1275 (lyr.), cf. Tr.777. (Perh. cognate with Lat. rēx, Skt. rā´jati 'rule'.)
German (Pape)
[Seite 349] helfen, beistehen, Hom. nicht selten, nur in der Ilias, meist im praes., fast überall von Hülfe im Kriege; τινί, Iliad. 2, 363 ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοις; 16, 701 Τρώεσσι δ' ἀρήγων; τινί τινι, 1, 521 καί τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν; fut. 1, 77 ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν; 5, 833 Ἀργείοισιν ἀρήξειν; 14, 265 ἃς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Ζῆν ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο. – Tragg.; Pind.; ἀρήγει, es hilft, c. inf., Aesch. Eum. 541, vgl. Pind. P. 2, 63; ἀρήγειν τι, etwas abwehren, ἅλωσιν Suppl. 112; so Sp. Medic.; φόνον τέκνοις, Mord von den Kindern, Eur. Med. 1275. – Seltener in Prosa, Her. 7, 136; τῇ χώρᾳ ἀρήγειν, das Land beschützen, Xen. Oec. 5, 7; τοῖς φίλοις Cyr. 1, 5, 13. Vgl. ἀρκέω, Buttmann Lexil. 1 S. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρήγω: [ᾰ]: μέλλ. -ξω, βοηθῶ, ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, συντρέχω, τινὶ Ἰλ. Β. 363, κ. ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· ἀείποτε βοηθῶ τινα ἐν πολέμῳ, συχν. μετὰ δοτ. προσ. καὶ τρόπου, μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν Ἰλ. Α. 521., Ε. 507· καί μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Α. 77· καθόλου, ἐπικουρῶ, βοηθῶ, ἐκ δ’ ἄρ’ ἄτλατον βέλος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει, φοβερὸς τρόμος κατέλαβε τὰς γυναῖκας, ὅσαι ἔτυχον περὶ τὴν θεραπείαν τῆς Ἀλκμήνης καὶ τὴν κοίτην, Πινδ. Ν. 1. 73, πρβλ. Π. 2. 115· θνητοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 267, καὶ συχν. παρὰ Τραγ. καὶ ἐν χωρίοις, ἐν οἷς παρῳδοῦνται οἱ Τραγικοὶ ὑπὸ τῶν κωμ., γυναῖκες, οὐκ ἀρήξετ’; Ἀριστοφ. Θεσμ. 696, πρβλ. Πλ. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει Ἡρόδ. 7. 236· τοῖς φίλοις ἀρ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· συντελῶ πρὸς ἴασιν νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 108, πρβλ. 395. 6. 2) ἀπρόσ. μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ Λατ. juval, φέρειν ἀρήγει, «συμβάλλεται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 173· προσήκει, σιγᾶν ἀρήγει Αἰσχύλ. Εὐμ. 571. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ἀποκρούω, ἐμποδίζω, ἄρηξον... ἅλωσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 119· ὡσαύτως ὡς τὸ ἀρκέω, ἀρ. τινί τι, ἀποτρέπω, προλαμβάνω καὶ ἐμποδίζω τι, σπεύδω ὅπως σώσω τινὰ ἐκ κινδύνου, ἀρῆξαι φόνον δοκεῖ μοι τέκνοις Εὐρ. Μήδ. 1275, πρβλ. Τρῳ. 772. (Συγγενὲς τῷ ἀρκέω, arceo, ἴδε ἐν λέξει ἄλαλκε).