ἐπιφάνεια
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A appearance, coming into light or view, τῆς ἡμέρας day-break, dawn, Plb.3.94.3 ; in war, sudden appearance of an enemy, Aen.Tact.31.8, Plb.1.54.2, Ascl.Tact.12.10(pl.), Onos.22.3(pl.). 2 esp. of deities appearing to a worshipper, manifestation, D.H.2.68, Plu.Them.30 ; advent, D.S.2.47 ; τὰς ὑπ' αὐτῆς (sc. Ἀρτέμιδος) γενομένας ἐναργεῖς ἐ. SIG867.35 (Ephesus,ii A.D.); a manifestation of divine power, τὰς ἐ. τᾶς Παρθένου Klio16.204 (Chersonesus, iii B.C.), cf.LXX 2 Ma.15.27, D.S.1.25. 3 the first coming of Christ, 2 Ep.Ti.1.10 ; the second, 1 Ep.Ti.6.14,al. 4 of the accession of Caligula, Inscr.Cos391. 5 appearance, aspect, οἰκετικὴ ἐ. Myro 2 J.; κατὰ τὴν ἐ., distd.fr. κατὰ τὴν ἐπίφασιν, Plb.25.3.6. II visible surface of a body, superficies, Democr.155 (pl.), Arist.Cat.5a2, Metaph.1002a4, Ph.209a8, Sens.439a31, Euc.1 Deff.,Ph.Bel.70.27, Damian.Opt. 11 ; ἡ κατὰ πρόσωπον ἐ. the front, Plb.1.22.10 ; κατὰ τὰς ἐ. μάχεσθαι to fight in front, Id.3.116.10 ; ἐ. ἡ ἐκ δεξιῶν Arr.Tact.21.3 ; αἱ τρεῖς ἐ. τῆς πόλεως its three visible sides, Plb.4.70.9 ; the surface or skin of the body, D.S.3.29, Pap. in AJP24.327, Gal.16.530, etc.; μυδῶντα τὴν ἐ. Luc.Philops.11 ; τῆς ἔνδον ἐ. τῶν ἐντέρων Gal.18(1).2. 2 outward show, fame, distinction, esp. arising from something unexpected, Pl. Alc.1.124c ; ἐ.ποιεῖν to create a sensation, Is.7.13 : in pl., Isoc.6.104, D.S.19.1 ; τὰ πρὸς ἐπιφάνειαν καὶ δόξαν ἀνήκοντα OGI763.19 (Milet., ii B.C.), cf. Arr.Epict.3.22.29.
ἐπιφάν-εια (sc. ἱερά), τά,
A sacrifices in celebration of an ἐπιφάνεια, Δημήτριος τὰ ἐ. τοῦ ἀδελφοῦ θύων Caryst.10.
German (Pape)
[Seite 998] τά, sc. ἱερά, auch ἐπιφάνια, das Fest der Erscheinung Christi, K. S. – Ein anderes Fest erwähnt Ath. XII, 542 e, τὰ ἐπιφάνεια τοῦ ἀδελφοῦ θύων. ἡ, 1) das Erscheinen, die Erscheinung, καραδοκοῦντες τὴν ἐπ. τῆς ἡμέρας Pol. 3, 94, 3; τῶν πολεμίων 1, 54, 2; a. Sp.; bes. vom Hülfe bringenden Erscheinen der Götter, D. Hal. 2, 68; Plut. u. A.; auch von der in außerordentlichen Begebenheiten sich offenbarenden göttlichen Macht u. Vorsehung, ἡ ἐν ταῖς θεραπείαις ἐπιφ. D. Sic. 1, 25, wo Wesseling zu vgl.; Plut. Them. 30 Camill. 16; bei K. S. die Erscheinung Christi. – 2) das Erscheinen von außen oder von oben, dah. die Oberfläche, Außenseite, τὴν ἐπιφάνειαν χροιὰν ἐκάλουν οἱ Πυθαγόρειοι Arist. de sens. 3; μοσχείῳ δέρματι περιείληπται τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν, die Außenseite des Schildes, Pol. 6, 23, 3; die Fläche, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει, Eucl. u. a. Mathem.; Seite, καὶ πλευρά Pol. 6, 27, 3; τὰς τρεῖς ἐπιφανείας τῆς πόλεως, drei Seiten der Stadt, 4, 70, 9; die Front des Heeres, 3, 116, 10. – Uebertr., das äußere Ansehen, Glanz, Ehre, Plat. Alc. I, 124 c; ἐπιφάνειαι καὶ λαμπρότητες Isocr. 6, 104; Pol. 6, 43, 7 u. Sp., wie D. Sic. 19, 1; τὸ μέγεθος τῶν δικῶν – ἐπιφάνειάν τινα ἐποίησε, machte Aufsehen, Is. 17, 13. – Anschein, Schein, der ἀλήθεια entgeggstzt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφάνεια: ᾰ, ἡ, ἐμφάνισις, π. χ. τῆς ἡμέρας, ἡ «χαραυγή», Πολύβ. 3. 94, 3˙ ἰδίως ἡ ἀπροσδόκητος ἐμφάνισις ἐχθροῦ, ὁ αὐτ. 1. 54, 2˙ ἐπὶ θεοτήτων ἐμφανιζομένων εἰς τὸν λατρεύοντα, Διον. Ἁλ. 2. 68, Πλουτ. Θεμ. 30˙ τὰς ὑπ’ αὐτῆς (ἐνν. Ἀρτέμιδος) γινομένας ἐναργεῖς ἐπ. Ἐπιγρ. Ἐρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2954. 4˙ φανέρωσις τῆς Προνοίας, Διόδ. 1. 15, ἔνθα ἴδε Wessel.: ― ὅρασις, ὅραμα, Ἰουστ. Μ. Ἀπολ. 1. 5 καὶ 14˙ ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ ἢ τῶν δαιμόνων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 23, Β΄ Μακκ. Γ΄, 24. κτλ.), Ἀριστέας 30, Παύλ. Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, α΄, 10. Κλήμ. Ρ. 2. 12, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ. 39Β. = τὰ ἐπιφάνια, Χρυσ. ΙΙ. 369D, κλ. ΙΙ. ἡ ὁρατὴ ἐπιφάνεια σώματός τινος, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 1, Μεταφ. 2. 5. 3., 6. 2, 2, κ. ἀλλ.˙ ἐπιφάνεια δέ ἐστιν, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει Εὐκλ. Στοιχεῖα Ι, Ε΄˙ ἡ κατὰ πρόσωπον ἐπ., τὸ μέτωπον, Πολύβ. 1. 22, 10˙ κατὰ τὰς ἐπ. μάχεσθαι, ἐν τῷ μετώπῳ, ὁ αὐτ. 3. 116, 10˙ αἱ τρεῖς ἐπ. τῆς πόλεως, αἱ τρεῖς ὁραταὶ αὐτῆς πλευραί, ὁ αὐτ. 4. 70, 9˙ ἡ ἐπιφάνεια ἤτοι ἐπιδερμὶς τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3. 5, Διόδ. 3. 29, ἔνθα ἴδε τὸν Wessel. 2) τὸ κατ’ ἐπιφάνειαν, τὸ ἐξωτερικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν οὐσίαν ἢ πραγματικότητα, κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τῇ ἀληθείᾳ, παρὰ τῷ Σουΐδ. 3) ἐξωτερικὴ ἐπίδειξις, φήμη, δόξα, ἰδίως προερχομένη ἔκ τινος ἀπροσδοκήτου, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124C, Ἰσαῖος 64. 34˙ ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 137C, Διόδ. 19. 1.