ἐπιφάνια
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφάνια: (ἐξυπ. ἱερά), τά: 1) τὰ γενέθλια, ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ, Ἐπιφ. Ι. (932Β) 336C, II, 828B, Χρυσ. ΙΙ. 458D, XI, 22B (ἴδε Θεοφάνια). 2) = θεοφάνια, ἡ βάπτισις τοῦ Χριστοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 561C, Χρυσ. ΙΙ. (355Α) 459Β, Ἀποστ. Διατ. 8, 33, κλ.˙ πρβλ. Ἀθήν. 542Ε˙ ἴδε ἐπιφάνεια Ι.
Greek Monolingual
τα (AM ἐπιφάνια)
εκκλ.
1. η μέρα της γεννήσεως του Χριστού
2. η μέρα της βαπτίσεως του Χριστού, η γιορτή τών Φώτων, τα Θεοφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιφάνια (ενν. ιερά) < επιφάνιον
πρβλ. κύρ. όνομα Επιφάνιος (επιφανής)
πρβλ. Θεοφάνια (τα) (< Θεοφάνιον), θεοξένια].