ὑπόλειψις

Revision as of 11:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A failure, deficiency, τοῦ θερμοῦ Placit.5.30.4; τῶν ὀδόντων Arist.GA745a33.    II falling behind, in growth, Thphr. CP5.1.11.    III Astron . . direct motion, i. e. Eastwards along the ecliptic, Gem.12.19, Ptol.Alm.1.8, 12.1, Theo Sm.p.147 H.    2 occultation, Iamb.VP6.31.

German (Pape)

[Seite 1223] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie ἔκλειψις, die Sonnenfinsterniß, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλειψις: -εως, ἡ, ἔκλειψις, ἔλλειψις, γῆρας γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἔκλειψις ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν ὀπίσω εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., κίνησις πρὸς τὰ ὀπίσω, Πτολ.