γρόνθος

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A = πυγμή, fist, Gloss. Oxy.1099.18, Hsch., etc.; κατέκτειναν γρόνθοις καὶ λακτίσμασι PAmh.2.141.10 (iv A. D.); γρόνθῳ παίσας Sch.Il.2.220; γ. παλαστιαῖος, = σπιθαμή, Aq.Jd.3.16, al., cf. Hero *Geom.4.11.    II spoke on a machine, Ps.-Apollod.Poliorc. p.46 Thévenot.

German (Pape)

[Seite 507] ὁ, = κόνδυλος, die geballte Faust, Sp. hellenistisch für πύξ, nach Moeris; vgl. Eust. 1322, 40. – Bei Maschinen die gewölbte Schildkrampe, = χελώνιον; auch eine hervorstehende Ecke, Sprosse, auf die man treten kann. Bei Hero = παλαιστή, als Längenmaaß.

Greek (Liddell-Scott)

γρόνθος: ὁ, μεταγ. λέξις, =πυγμή, ὁ γρόνθος, κόνδυλος, «γροθιά», Ἡσύχ. , Ἐτυμ. Μ. , κτλ.˙ γρόνθῳ παίσας Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 219˙ γρόνθον ἀντὶ γρόνθου, κτύπημα ἀντὶ κτυπήματος, Πολύκ. Ἐπ. πρὸς Φίλ. 2˙ -γρ. παλαστιαῖος=σπιθαμή, Ἀκύλ. Π. Δ. (Ἰουδ. γ΄, 16). ΙΙ. λίθοςὄγκος προέχων τοῦ τοίχου οἰκοδομήματός τινος, Μαθ. Ἀρχ.