ἔστωρ

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἔστωρ: -ορος, ὁ, πάσσαλος ἐνιεμένος, ἐμβαλλόμενος τῷ ῥυμῷ, ἐπὶ δὲ κρίκον ἔστορι βάλον, «ἐπέβαλον δὲ τῷ κατὰ τὸ ἄκρον τοῦ ῥυμοῦ ἐμπεπηγότι πασσάλῳ τὸν κρίκον» (Θ. Γαζῆς), πιθ. ὅπως διέρχωνται δι᾿ αὐτοῦ αἱ ἐσωτερικαὶ ἡνίαι, Ἰλ. Ω. 272, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 13, Πλουτ. Ἀλέξ. 18. Παρ᾿ Ὁμ., ἔνθ᾿ ἀνωτ., τὸ ἕκτωρ (ἐκ τοῦ ἔχω), οἷονἐχέτωρ, ὁ κρατῶν, εἶναι κατὰ τὸν Σχολ. διάφ. γραφή. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.