οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (μελίζω B)
A singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.
μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.