ἴτης

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἰταμός, Ar.Nu.445, Pl.Smp.203d; ἴτας γε ἐφ' ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι Id.Prt.349e, cf. 359c; ἴ. καὶ πολυπράγμων D.C.55.18.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ (εἶμι, vgl. ἰταμός), der dreist, keck auf Etwas losgeht, auch tadelnd, frech, unverschämt, Ar. Nubb. 445, neben θρασύς, τολμηρός, Schol. ἀναιδής. Bei Plat. neben ἀνδρεῖος καὶ σύντονος, Conv. 203 d, vgl. Prot. 349 e; Sp., D. Cass. 55, 18 ἴτης καὶ πολυπράγμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, θρασύς, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Πλάτ. Συμπ. 203D· καὶ ἴτας γε ἐφ’ ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 349Ε, πρβλ. 349C.