ἐπιρρώννυμι

Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

and ἐπιρρωννύω: aor. ἐπέρρωσα:—

   A add strength to, strengthen or encourage in a thing, αὗται [αἱ νέες] . . σφέας ἐπέρρωσαν Hdt.8.14; τοὺς μὲν ἐξέπληξε, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Th.4.36, cf. 8.89; εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς X.HG7.5.6; ἐ. τινὰ πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Lys. 4; ἐπίρρωσον σαυτήν collect your strength, Luc.Tim.41; ἐ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη, Plu.2.62a,681f.    II. Pass. (in which the pf. ἐπέρρωμαι, plpf. ἐπερρώμην serve as pres. and impf.), fut. ἐπιρρωσθήσομαι Luc.Somn. 18: aor. 1 ἐπερρώσθην (v. infr.):—recover strength, pluck up courage, Th.6.93, 7.2; οἱ Κορίνθιοι . . πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο Id.7.17; ἐς τἆλλα πολὺ ἐπέρρωντο ib.7; ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών X.HG3.4.18; ἐπερρώσθησαν ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον Plb.1.24.1; τὰς ψυχάς Hdn.3.3.8; κείνοις . . ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, S.OC661.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρώννῡμι: καὶ -ύω: ἀόρ. ἐπέρρωσα: - προσθέτω δύναμιν εἴς τι, ἐνισχύω, δίδω θάρρος, ἐπιθαρρύνω πρός τι, αὗται αἱ νέες... σφέας ἐπέρρωσαν Ἡρόδ. 8. 14· τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Θουκ. 4. 36, πρβλ. 8. 89· εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτοὺς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6· ἐπ. τινὰ πρός τι Πλουτ. Λύσανδ. 4· ἐπίρρωσον σαυτήν, λάβε θάρρος, Λουκ. Τίμ. 41· ἐπ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη Πλούτ. 2. 62Α, 681F. ΙΙ. Παθ., ἐν ᾧ ὁ πρκμ. ἐπέρρωμαι, καὶ ὁ ὑπερσ. ἐπερρώμην χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ.: μέλλ. ἐπιρρωσθήσομαι Λουκ. Ἐνύπν. 18: ἀόρ. ἐπερρώσθην: - ἀνακτῶμαι ἰσχύν, λαμβάνω θάρροι, Θουκ. 6. 93., 7. 2· οἱ Κορίνθιοι... πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο ὁ αὐτ. 7, 17· ἐς τᾆλλα πολὺ ἐπέρρωντο αὐτόθι 7· ἐπερρώσθη... ἰδὼν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18· ἐπερρῶσθαι πρός τι Πολύβ. 1. 24, 1· τὰς ψυχὰς Ἡρῳδιαν. 3. 3: - κείνοις... ἐπερρώσθη λέγειν (ἀπροσ.), ἔλαβον θάρρος νὰ λέγωσιν, Σοφ. Ο. Κ. 661.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. ἐπερρώσθην;
fortifier, affermir, encourager ; Pass. être affermi, se raffermir, reprendre courage ; • impers. κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν SOPH ils eurent l’audace de dire.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.