ἐκφοβέω

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A alarm, φρένας A.Pers.606, cf. Pl.Grg.483c, etc.; τὸ ἐκφοβῆσαι so as to cause alarm, Th.2.87; ἐ. τινὰ ἐκ δεμνίων E.Or.312; ἐ. τινά τι fright one with a thing, Th.6.11:—Pass., fear greatly, c. acc., S.El.276; ὡς . . ib.1426; ὑπέρ τινος Id.OT989.

German (Pape)

[Seite 785] herausscheuchen, sehr erschrecken; ἔκπληξις ἐκφοβεῖ φρένας Aesch. Pers. 598; ἄνδρας Plat. Gorg. 483 c; ὅπερ ἡμᾶς, womit sie uns erschrecken, Thuc. 6, 11; Isocr. 4, 139 u. A. – Pass., heftig erschrecken, fürchten, τινά, Soph. O. C. 270 El. 268 Eur. Andr. 962.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφοβέω: προξενῶ φόβον, κάμνω νὰ φοβηθῇ τις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 696, Πλάτ. Γοργ. 483C, κτλ.˙ τὸ ἐκφοβῆσαι, οὕτως ὥστε νὰ προξενήσῃ φόβον, Θουκ. 2. 87˙ ἐκφ. τινα ἐς δεμνίων Εὐρ. Ὀρ. 312˙ ἐκ. τινά τι Θουκ. 6. 11: - Παθ., εἶμαι λίαν πεφοβημένος, φοβοῦμαι μεγάλως, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ἠλ. 276˙ ὡσαύτως μετὰ τοῦ ὡς..., αὐτόθι 1426˙ ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 989.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
effrayer, épouvanter : τινά τι qqn avec qch ; au Moy.-Pass. (fut. ἐκφοβήσομαι) être effrayé ; τινα de qqn, le redouter ; ὑπέρ τινος de qch.
Étymologie: ἐκ, φοβέω.