ἄγροικος

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, (ἀγρός, οἰκέω)

   A dwelling in the fields, ζὧα, opp. ὄρεια, Arist.HA488b2; esp. of men, countryman, rustic, Ar.Nu.47; in Attica, οἱ ἄ., = γεωμόροι (q. v.), Arist.Ath.13.2, D.H.2.8: mostly with the collat. sense of boorish, rude, Ar.Nu.628,646, etc., cf. Thphr. Char.4; μέλος -ότερον Ar.Ach.674; ἄ. σοφία Pl.Phdr.229e, cf. Isoc.5.82 (Comp.), Arist.EN1128a9; of fortune, Apollod.Car.5.14; ἄ. Δημοσθένης, of Dinarchus, D.H.Din.8. Adv. -κως Ar.V.1320: Comp. -οτέρως Pl.R.361e, X.Mem.3.13.1; -ότερον Pl.Phdr.260d.    II rustic, βίος Ar.Nu.43.    2 of fruits, common, opp. γενναῖος, ὀπώρα Pl.Lg.844d. (ἀγροῖκος dwelling in the country, ἄγροικος boorish, acc. to Ammon.Diff.5, but this is very doubtful.)—Not found in early Ep. or Trag.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγροικος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς ἀγρούς ἢ ἐν τοῖς ἀγροῖς διατρίβων, ἄγρ. βίος, Ἀριστοφ. Νεφ. 43, κτλ. 2) ἰδίᾳ ἐπὶ ἀνθρώπων οἰκούντων ἐν τοῖς ἀγροῖς, χωρικός, αὐτ. 47: - ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας, σκαιός, ἀπειρόκαλος, ἄξεστος, τραχύς, αὐτ. 628, 646, κτλ.· μέλος ἀγροικότερον, ὁ αὐτ. Ἀχ. 674· ἄγρ. σοφία, Λατ. crassa Minerva, Πλάτ. Φαῖδρ. 229 Ε. πρβλ. Ἰσοκρ. 98 D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3: - περὶ τῆς τύχης, Ἀπολλοδ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 5. 14: - ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀγροίκου περιγράφεται ἐν τοῖς Θεοφρ. Χαρ. 4· ὁ Δείναρχος ἀποκαλεῖται ὁ ἄγρ. Δημοσθένης, ὑπὸ Διον. Ἁλ. περὶ Δειν. 8. ΙΙ. Ἐπίρρ. -κως, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1320: - συγκρ. -οτέρως, Πλάτ. Πολ. 361 Ε, Ξεν. Ἀπομ. 3. 13, 1· ἀλλὰ -ότερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 220D. 2) ἐπὶ καρπῶν ἢ ὀπωρῶν, ἐν τοῖς ἀγροῖς γινομένων, ἐν ἀντιθέσει συνήθως πρὸς τὰς γενναίας λεγομένας ὀπώρας, Πλάτ. Νόμ. 844D, 845Β. 3) ἐπὶ γῆς, τραχεῖα, ἀγεώργητος ὡς τὸ ἄγριος· ὄρος ἄγρ., Θουκ. 3. 106. -(Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν Ἐπ., οὔτε παρὰ τοῖς Τραγ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui vit à la campagne, rustique, rural ; rustre, grossier;
2 des champs, agreste, non cultivé, inculte.
Étymologie: ἀγρός, οἰκέω.