ἔπακμος

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον, (ἀκμή)

   A in the bloom of age, κόραι D.H.4.28 (v.l.).    II pointed, ἄκανθα Dsc.1.90; ὀδούς Plu.2.966c; sharp-edged, Sor.1.80; σμιλίον Gal. ap. Orib.inc.12.1.

German (Pape)

[Seite 896] 1) der Blüthe nahe, κόρη, bald mannbar, D. Hal. 4, 28, v. l. ἐπίγαμος. – 2) zugespitzt, scharf, ὀδούς Plut. sol. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπακμος: -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων ἀκμήν, δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», ἄκανθα, Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pointu, acéré.
Étymologie: ἐπί, ἀκμή.