ἐκλύω

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῡ,

   A v. λύω], set free, πόνων from labours, A.Pr.328; release, ὕδατα PTeb.49.6 (ii B. C.):—Pass., to be set free, ἐκλέλυμαι πόθου Thgn. 1339; ἐκ δεσμῶν Pl.Phd.67d:—Med., get one set free, release, ἀλλ' ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι Od.10.286; τοῦ φόβου σ' ἐξελυσάμην S.OT 1003; θανάτου νιν ἐκλύσασθε E.Andr.818; ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ μολεῖν A.Pr.237: c. acc. pers. only, ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους X.HG 7.1.25: abs., ἐξελυσάμην I delivered him from danger, S.Aj.531.    II unloose, ἐ. τόξα unstring a bow, Hdt.2.173; ἐ. ἁρμούς E.Hipp.825; σκαιὸν ἐκλύσων στόμα likely to let loose a foolish tongue, S.Aj.1225.    2 make an end of, ἐξέλυσας..σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν paid it off, Id.OT 35; ἐπίπονον ἁμέραν Id.Tr.654; μόχθον E.Ph.695; ἔριν καὶ φιλονικίαν D.9.14; ἐξελύσατε (v.l. -λύσασθε) τὰς παρασκευάς Id.18.26.    3 relax, Arist.HA610a27; τῆς φροντίδος τὸ ἀκριβές Luc.Dom. 17:— Pass., to be faint, fail, Hp.Aph.2.41, Isoc.15.59, D.19.224, Phld.Ir. p.69 W., etc.; πρὸς τὸν πόλεμον Isoc.4.150; ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, τῇ ψυχῇ, Arist.Fr.144, Plb.29.17.4 (so intr. in Act., J.BJ1.33.5), etc.; of things, to be unserviceable, τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Arist.Pol. 1320b37; ἐκλύεται ὁ ῥοῦς, τὰ ῥεύματα, cease, Plb.4.43.9, 4.41.5.    4 Medic., ἐ. κοιλίαν relax the bowels, Dsc.4.169.    5 pay in full, δάνειον Plu.Caes.12 (Pass.).    b purchase, Herod.6.91.    6 resolve a doubt, in Pass., A.D.Synt.176.24; also τὰ ὑπ' ἀμφιβολίαν πίπτοντα ἐκλύεται τοῦ ἀμφιβόλου ib.311.11.    7 dissolve, τι ὄξει Gal.11.106.    III intr., to break up, depart, LXX 2 Ma.13.16.

German (Pape)

[Seite 768] (s. λύω), 1) auslösen, erlösen; ὥσπερ ἐκ δεσμῶν Plat. Phaed. 67 d; befreien, τινὰ πόνων Aesch. Prom. 339; μόχθων Eur. El. 1353; ἑαυτὸν ἐκ τοῦ κινδύνου Pol. 16, 6, 12, wie Plat. Phaed. 67 d. – Häufiger im med., σὲ κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω Od. 10, 286; ἐξελυσάμην βροτοὺς τοῦ μὴ μολεῖν Aesch. Prom. 235; eigtl., αὐτός τ' ἔδησα καὶ παρὼν ἐκλύσομαι Soph. Ant. 1099; μάχης τινά Tr. 21; φόβου O. R. 1003; θανάτου Eur. Andr. 818; τῆς ἀπορίας Plat. Lach. 194 c; Belagerte befreien, Xen. Hell. 7, 1, 25. – 2) auflösen, öffnen; ἁρμούς Eur. Hipp. 819 u. A.; στόμα Soph. Ai. 1204, Schol. λόγους ἀνιέναι; σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν, aufheben, O. R. 35, vgl. Trach. 651; ἐξελύσασθε τὰς παρασκευὰς τοῦ πολέμου, ihr stelltet die Rüstungen ein, Dem. 18, 26; τὰς ταραχάς, endigen, Plut. Anton. 58. Dah. erschlaffen machen, entkräften, Arist. H. A. 9, 1; bes. im pass., ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον Isocr. 4, 150; ἐκλυθέντα βέλη, matte, Luc. Nigr. 36, wie ἐκλυόμενος ὁ ῥοῦς Pol. 4, 43, 9; δάνειον, bezahlen, Plut. Caes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλύω: μέλλ. -ύσω, ῡ, ἴδε τὸ ῥῆμα λύω· λύω, ἀπολύω, ἀφίνω ἐλεύθερον, ἐλευθερῶ, ἀπαλλάσσω, πόνων Αἰσχύλ. Πρ. 326, πρβλ. Σοφ. Τρ. 654: - Παθ., ἀπελευθεροῦμαι, ἐκ δεσμῶν Πλάτ. Φαίδων 67D: - Μέσ. ἐλευθερῶ, λυτρώνω, προφυλάσσω τινὰ ἐκ κακοῦ τινος, ἀλλ’ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω Ὀδ. Κ. 286, πρβλ. Θέογν. 1339, κτλ.· τοῦ φόβου σ’ ἐξελυσάμην Σοφ. Ο. Τ. 1003· θανάτου νιν ἐκλύσασθε Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ μολεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 235: μόνον μετ’ αἰτιατ. προσ., ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 25· ἀπολ. ἐξελυσάμην, ἀπελύτρωσα αὐτὸν ἐκ κινδύνου, Σοφ. Αἴ. 531. ΙΙ. λύω ἐντελῶς, ἐκλ. τόξα, λύω τὴν νευρὰν τόξου, Ἡρόδ. 2. 173· ἐκλ. ἁρμοὺς Εὐρ. Ἱππ. 809· σκαιὸν ἐκλύσων στόμα Σοφ. Αἴ. 1225. 2) φέρω τι εἰς πέρας, ἐξέλυσας... σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 35· μόχθον Εὐρ. Φοίν. 695· ἔριν καὶ φιλονικίαν Δημ. 114. 7: - καὶ ἐν τῷ μέσ., ἐκλύσασθαι τὰς παρασκευὰς ὁ αὐτ. 234. 2. 3) χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλει: - Παθ., λιποψυχῶ, χάνω τὸ θάρρος μου, παραλύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἰσοκρ. 322Α, Δημ. 411. 5, κτλ.· πρός τι Ἰσοκρ. 72Α· ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, ταῖς ψυχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Πολύβ., κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 6, 4· ἐκλύεται ὁ ῥοῦς, τὰ ῥεύματα Πολύβ. 4. 43, 9, κτλ. 4) Ἰατρικ., ἐκλ. κοιλίαν, χαλαρώνω τὴν κοιλίαν, προξενῶ διάρροιαν· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκουρ. 5) ἐκτίνω, πληρώνω, Πλουτ. Καῖσ. 12. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διαλύομαι, ἀναχωρῶ, Ἑβδ. (Β. Μακκ. ΙΓ΄, 16).

French (Bailly abrégé)

délier :
1 délivrer, affranchir : τινά τινος, ἔκ τινος qqn de qch;
2 relâcher : ἐκλ. τόξα HDT détendre un arc ; στόμα SOPH laisser échapper des paroles (litt. délier la bouche) ; Pass. être relâché, être épuisé, fatigué ; ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον ISOCR épuisé et sans force pour la guerre;
3 dissoudre ; fig. ἐκλ. ἔριν DÉM faire cesser une querelle ; δάνειον PLUT acquitter une dette;
Moy. ἐκλύομαι délivrer, affranchir : τινά τινος qqn de qch ; mettre fin à.
Étymologie: ἐκ, λύω.